- ἁλιοτρεφής
- ἁλιο-τρεφής, έος (τρέφω): sea-nurtured, epith. of seals, Od. 4.442†.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
A Homeric dictionary (Greek-English) (Ελληνικά-Αγγλικά ομηρικό λεξικό). 2010.
αλιοτρεφής — ἁλιοτρεφής, ές (Α) αυτός που τρέφεται, που ζει στη θάλασσα, ο θαλασσόβιος. [ΕΤΥΜΟΛ. ἁλι * (< ἃλς) + τρεφής < τρέφω (πρβλ. και ἁλιτραφής) το ο κατ’ αναλογική επίδραση είτε τού επιθ. ἅλιος (Ι) είτε τού συνήθους συνδετ. φωνήεντος ο τών… … Dictionary of Greek
ἁλιοτρεφέων — ἁλιοτρεφής feeding in the sea masc/fem/neut gen pl (epic doric ionic aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)